- ἁρπαλέον
- ἁρπαλέοςdevouringmasc acc sgἁρπαλέοςdevouringneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετοιμοτρεχής — ἑτοιμοτρεχής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να τρέχει, να επιδιώκει κάτι βιαστικά («τὸ ἁρπαλέον καὶ πρὸς κέρδος ἑτοιμοτρεχὲς τῶν ἀνδρῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής] … Dictionary of Greek